Γράφει ο Notis
Έχουν περάσει 23 χρόνια από την ημέρα που κυκλοφόρησε το πιο
πετυχημένο album των Midnight Oil μετά το περίφημο “Diesel An Dust” του 1987, και το άκουσμα του
παραμένει φρέσκο, επίκαιρο, πολιτικό με έντονα στοιχεία ακτιβισμού. Οι
οργισμένες ερμηνείες του τραγουδιστή Peter Garrett, οι συνοδευτικές κιθάρες των Martin Rotsey και Jim
Moginie, πάντα με την έξοχη συνεργασία των drums του Robert Hirst με το μπάσο του Bones Hillman, προσφέρουν μέχρι σήμερα ένα
μοναδικό άκουσμα με στοιχεία alternative rock και Αυστραλιανού folk, δεμένα με τον «καθαρό» ήχο που χαρακτηρίζει την μπάντα εδώ
και χρόνια.
Οι Midnight Oil ξεκίνησαν την μουσική τους
καριέρα στο Sidney της Αυστραλίας το 1972 ως Farm, από
τους Rob Hirst (drums), Andrew James (bass)
και Jim Moginie (keyboardς, lead
guitar). Ο Peter Garrett ενώ σπούδαζε στο πανεπιστήμιο
είδε μια αγγελία των Farm που ζητούσαν τραγουδιστή και έτσι απλά έγινε η γνωριμία
τους. Το 1976 ο Garrett μετακόμισε στο Sidney για να ολοκληρώσει τις σπουδές του
στη νομική και την ίδια περίοδο οι Farm άλλαξαν το όνομα τους. Τοποθέτησαν
μερικά ονόματα σε ένα καπέλο και τράβηξαν το: Midnight Oil!
Ο Martin Rotsey
(κιθάρα) ενσωματώθηκε στο group
το 1977 και η μπάντα με την βοήθεια του manager τους Gary Morris, δημιούργησε την δική της δισκογραφική εταιρεία, με τον
τίτλο Powderworks, μέσω της οποίας
κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο ομώνυμο album τους (1978) και το πρώτο τους single "Run
by Night". Το 1980 ο Andrew James αναγκάστηκε να αποχωρήσει λόγω
ασθένειας και αντικαταστάθηκε από τον Peter
Gifford, ο οποίος θα αντικατασταθεί με την σειρά του από τον Bones Hillman το 1987.
Μέσα από μια μακρά
και διακεκριμένη καριέρα, η
μπάντα έγινε γνωστή για τον σκληρό rock ήχο της, τις έντονες live
εμφανίσεις και τον πολιτικό
ακτιβισμό της, ιδιαίτερα στον
αγώνα κατά της πυρηνικής ενέργειας, την προστασία του
περιβάλλοντος και των αυτοχθόνων Αυστραλών.
Το 1987 κυκλοφόρησαν το εξαιρετικό και ιδιαίτερα πετυχημένο “Diesel and Dust” με την επιτυχία “Beds Are Burning” να ακούγεται
και να ενθουσιάζει μέχρι σήμερα. Τρία χρόνια μετά, ακολούθησε το “Blue Sky Mining” που κυκλοφόρησε σαν σήμερα
(25 Φεβρουαρίου) το 1990 από την Columbia
Records, με την ειδική και περιορισμένη έκδοση του μπλε βινυλίου να
χαρακτηρίζεται σήμερα ως συλλεκτική.
Το “Blue Sky Mining”
χαρακτηρίστηκε ως πιο ειλικρινές και προκλητικό από τις προηγούμενες δουλειές
τους. Το single "Blue Sky Mine" περιγράφει τις οδυνηρές συνέπειες της έκθεσης σε αμίαντο, μετά από ένα τραγικό
ατύχημα στο ορυχείο του Wittenoom.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι το 1996, χιλιάδες εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους, επισκέπτες, τουρίστες,
συμβούλοι και κυβερνητικοί
αξιωματούχοι είχαν εκτεθεί σε δυνητικά
θανατηφόρα επίπεδα του μπλε αμίαντου, σχεδόν χίλιες φορές μεγαλύτερη ποσότητα από ό, τι επαγγελματικά συνιστάται. Πολλοί από αυτούς ανέπτυξαν
θανατηφόρες ασθένειες που οφείλονται
σε αυτό, όπως μεσοθηλίωμα
του υπεζωκότα και καρκίνου του
πνεύμονα. Στις αρχές του 1990, 322 εργαζόμενοι είχαν αποζημιωθεί
και τα ορυχεία θα λειτουργήσουν ξανά όταν η CSR Limited (μεγάλη Αυστραλιανή βιομηχανική εταιρεία) αγόρασε 48 λατομεία
από την ARC
ΗΠΑ θυγατρική της βρετανικής εταιρείας
Hanson. Η εξόρυξη
και επεξεργασία μπλε αμιάντου στο
Wittenoom είναι από
το 2004 η μεγαλύτερη ενιαία βιομηχανική
καταστροφή στην ιστορία της Αυστραλίας.
Το "Stars of Warburton"
αναφέρεται σε μια περιοχή της Αυστραλίας, τριγυρισμένη από τις ομορφιές της
ερήμου, εξίσου βιομηχανική ζώνη με ορυχεία ουρανίου, που αποικήθηκε στα μέσα
της δεκαετίας του 1950 από τους Αβορίγινες της δυτικής ερήμου. Οι Αβορίγινες της
δυτικής ερήμου ήταν νομαδικός λαός που ταξίδευε προς αναζήτηση
τροφής και νερού. Αυτό άλλαξε με την
άφιξη των ιεραποστόλων
και την αρχή του
«οικισμού» στο Warburton το 1933.
Το "Bedlam Bridge"
δύσκολα ερμηνεύεται και οι αναφορές του είναι πολλές και ιδιαίτερες, με έντονα
κοινωνικά στοιχεία. Υπέροχο τραγούδι που ο Garret το απογειώνει εξαιρετικά,
περνώντας από τις σκληρές περιγραφές της πραγματικότητας, στην ουτοπία ενός πιο
«ανθρώπινου» κόσμου. Υπάρχει το θρησκευτικό στοιχείο και ίσως αναφορές στον
Παράδεισο. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάπου Bedlam Bridge (δεν μπόρεσα να βρω πληροφορίες). Bedlam όμως ονομαζόταν ένα άσυλο για
ψυχασθενείς στην Αγγλία του 19ου αιώνα. Η πραγματικότητα της
κοινωνίας του σήμερα, περιγράφεται όπως είναι σε αυτό το κομμάτι, μα η ελπίδα
πεθαίνει πάντα τελευταία:
« In this city with no footpath There's a
building with no people
There is crime and gun decisions, There's a
street of heat and hawkers
There's a house of hope and drifters, There's a
gang that shoots then listens
But There's a place that
knows no poverty, A town without pollution
There's a soul with good intentions…»
Εξαιρετικό και το "Forgotten Years" για όσα
κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε ή όσα προσπαθούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε, το πρώτο
τραγούδι που αγάπησα από αυτό το album όταν το άκουγα με τον φίλο μου τον Mitss παίζοντας
τάβλι στο μικρό μπαλκονάκι του παλιού μου σπιτιού.
Το "Mountains of Burma" θέλει ώρα
για να περιγράψω σε τι ακριβώς αναφέρεται. Ανθρωπιστικά στοιχεία σε μια
σκοτεινή μελωδία που τονίζει αυτό που περιγράφει. Η Burma είναι ένα κυρίαρχο κράτος στη Νοτιοανατολική Ασία που συνορεύει με την
Κίνα, την Ταϊλάνδη, την Ινδία,
το Λάος και το Μπαγκλαντές. Η χώρα βρίσκεται υπό
στρατιωτικό έλεγχο από ένα πραξικόπημα το 1962.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου,
τα
Ηνωμένα Έθνη και πολλές άλλες οργανώσεις έχουν αναφέρει συνεπείς και συστηματικές
παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της γενοκτονίας, την χρήση
παιδιών ως στρατιώτες, τον συστηματικό
βιασμό, την παιδική εργασία, την δουλεία, την εμπορία ανθρώπων και την έλλειψη της ελευθερίας του λόγου.
Νομίζω πως τώρα το έπιασες το νόημα…
Ακολουθεί το "King of the Mountain" ένα
τραγούδι «αγώνας δρόμου» με σκοπό να διασκεδάσει και να «ροκάρει». Σιγά όμως
που δεν θα αναφερόταν κάπου! Αναφέρεται έμμεσα στα κυριαρχικά δικαιώματα και
την Ευρωπαϊκή εξαγορά περιοχών και κρατών. Μιλά επίσης για¨ Yellow belly black snake sleeping on a red rock, waiting for the stranger to go" όπου κίτρινο, μαύρο, κόκκινο είναι τα χρώματα της σημαίας
των Αβορίγινων.
«King of the Mountain», «Peter Perfect» ή «Brocky» έλεγαν τον Peter Brock (Peter Geoffrey Brock 1945 – 2006), έναν από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους
οδηγούς μηχανοκίνητου αθλητισμού της
Αυστραλίας. Κέρδισε
το Bathurst 1000 endurance race 9 φορές, το Sandown 500
touring car race επίσης 9 φορές, το Australian Touring Car
Championship 3 φορές, το Bathurst 24 Hour μία φορά
και μπήκε στο V8 Supercar Hall of Fame το 2001. Όλοι
αυτοί οι αγώνες είναι ανοιχτού τύπου, κουραστικοί και με απίστευτα χιλιόμετρα
ανάμεσα σε ερήμους και ψηλά βουνά.
Το υπέροχο “River Runs Red” με την
καταπληκτική εισαγωγή του, είναι ένα καθαρά πολιτικό τραγούδι, που μιλά για
οικολογικές καταστροφές, την απληστία του ανθρώπου και την κοινωνική
δηλητηρίαση. Το χρήμα, τα συμφέροντα και όλα όσα βιώνουμε ακόμα, βιασμός σε χώρες
που αιμορραγούν: «Now I'm trapped like a dog in a cage , Wherever the truth is pursued . It must be the curse of the age,
What's taken is never renewed…»
Το "Shakers and Movers" είναι ένα
παράξενο τραγούδι. Μελωδικό και κατά διαστήματα ερωτικό, η αυτή είναι
τουλάχιστον η πρώτη εντύπωση που αφήνει. Υπάρχουν αναφορές σε παγκοσμίους πολέμους
και πως τα πάντα γύρω μας σχετίζονται και εξαρτώνται από τις προσωπικές μας σχέσεις.
Φαίνεται να επισημαίνει την αδυναμία των λαών να επικεντρωθούν σε όσα είναι
πραγματικά σημαντικά, με αποτέλεσμα να παίρνουν λάθος αποφάσεις που
γελοιοποιούν την αξία της ζωής, ιδιαίτερα οι άνθρωποι αυτοί που διαρκώς
επιδιώκουν να φθάσουν στην κορυφή (Shakers and Movers - υποκινητές
και δονητές) που έχουν μεγάλη επιρροή
αλλά χάνουν κάθε ουσία και προοπτική.
Το "One Country" είναι
και το αγαπημένο μου. Μια απλή μπαλάντα με εξαιρετικά φωνητικά και μελαγχολική
διάθεση, μιλά για όλα τα παραπάνω και επικεντρώνεται στην δύναμη του ανθρώπου
και όσα μπορεί να πετύχει αν πραγματικά το θελήσει. Μιλά για την ματαιότητα,
την κατανόηση, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες, την διαφορετικότητα, την δικαιοσύνη,
τα πάθη, τα οράματα… Όλα αυτά μπορεί να είναι η χώρα μας, το μέρος που
κατοικούμε. Μα πάντα ο σκοπός είναι ένας: να ζούμε απλά, αληθινά και δίκαια.
Έτσι όλοι μαζί φτιάχνουμε στο τέλος «Μια Χώρα»…
Το album κλείνει με το "Antarctica". Οικολογικό
τραγούδι, μεταμφιεσμένο με χιόνι που σαν άροτρο οργώνει παγωμένες εκτάσεις.
Έτσι πρέπει να κλείσει το album.
Όχι αισιόδοξα, γιατί τίποτα που να αφορά στο περιβάλλον δεν είναι αισιόδοξο.
Και η μελαγχολία του πιάνου στο τέλος, αυτό προσπαθεί να τονίσει. Δεν υπάρχει
αισιοδοξία, όμως αυτό δεν σταματά την αναζήτηση κάποιας ελπίδας.
«There must be one place left in this world
Where we can be…»
Where we can be…»
Είναι δύσκολο και χρονοβόρο να προσπαθείς να ερμηνεύσεις και
να κατανοήσεις κάτι που αρχικά παρουσιάζεται ως ένα απλό μουσικό έργο. Η
μουσική διασκεδάζει και χαλαρώνει, μα προβληματίζει και ενημερώνει. Είναι
πολυδιάστατη και εκτείνεται σε πολλά επίπεδα. Μα είναι λίγοι αυτοί που μπορούν
να το κάνουν αυτό και ακόμα λιγότεροι αυτοί που αποφασίζουν να δοθούν σε αυτό.
Οι Midnight Oil δεν σταμάτησαν ποτέ την πολιτική και τις ακτιβιστικές τους
δράσεις, δεν πρόδωσαν ποτέ την αγάπη για την χώρα τους και το περιβάλλον. Ίσως
και γι’ αυτόν τον λόγο, δεν έφθασαν ποτέ σε επίπεδα αναγνώρισης παρόμοια με
άλλα συγκροτήματα. Τα τραγούδια τους όμως, σε σχέση με άλλες εφήμερες επιτυχίες
του χώρου, δεν θα σταματήσουν ποτέ να μιλούν και πάντα θα υπάρχει η ανάγκη
κάποιος να μιλήσει για αυτά τα «απαγορευμένα» θέματα.
Ήταν σαν σήμερα (25 Φεβρουαρίου) το 1990, όταν κυκλοφόρησε
το “Blue Sky Mining”.
Και παραμένει εξαιρετικό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου