Γράφει ο Notis
O John Robert Parker
Ravenscroft, γνωστός με το επαγγελματικό ψευδώνυμο John Peel, ήταν βρετανός ραδιοφωνικός παραγωγός, παρουσιαστής και
δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1939 και πέθανε στις 25 Οκτωβρίου
2004.
Ο John Peel ήταν γνωστός για το εκλεκτικό του γούστο στη
μουσική και το ζεστό και έντιμο στυλ που είχε στις εκπομπές του. Απολάμβανε
μεγάλο σεβασμό σαν DJ και παρουσιαστής. Ήταν ένας από τους πρώτους
ραδιοφωνικούς παραγωγούς που έπαιξε Reggae, Psychedelic Rock
και Punk στο Βρετανικό
ραδιόφωνο και ήταν μεγάλη η επιρροή του στην εξέλιξη του alternative rock, της Pop, του βρετανικού Ηip-hop
και της χορευτικής μουσικής. Ήταν ο παλιότερος από τους εν ενεργεία DJs στο BBC
Radio 1, αφού είχε ξεκινήσει το 1967 και εργαζόταν μέχρι το θάνατο του, το
2004.
Ο διευθυντής του σχολείου του (Shrewsbury School) τον είχε
περιγράψει ως: «έναν υπέροχα εκκεντρικό και καταπληκτικά διορατικό άνθρωπο, που
ο ενθουσιασμός του για τη μουσική που δεν μπορεί να αντέξει κανένας άλλος και η
ευχαρίστηση που δείχνει στο να γράφει μεγάλες και ενδελεχείς εκθέσεις ιδεών,
μπορεί να τον βοηθήσει να κάνει καριέρα..»
Το 1960, ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να κάνει
διάφορες δουλειές και έμεινε εκεί μέχρι το 1967. Όταν ο Kennedy δολοφονήθηκε, o Peel υποδύθηκε ότι ήταν ρεπόρτερ για την
εφημερίδα Liverpool Echo προκειμένου
να είναι παρών στις διαδικασίες προσαγωγής του Lee Harvey Oswald στη Δικαιοσύνη (μάλιστα φαίνεται και το πρόσωπο
του σε τηλεοπτικά αποσπάσματα της συνέντευξης τύπου λίγο πριν δολοφονηθεί ο
Oswald). Αργότερα υπέβαλε τηλεφωνικά ένα άρθρο στην Liverpool Echo.
Στο Ντάλας δούλεψε για πρώτη φορά για ραδιοφωνικό σταθμό,
τον WRR, αλλά χωρίς μισθό. Έκανε την
παρουσίαση της δεύτερης ώρας της εκπομπής Kat's
Karavan, κάθε Δευτέρα βράδυ. Όταν η μανία με τους Beatles σάρωσε τις ΗΠΑ, ο Peel έγινε ο επίσημος ανταποκριτής του
ραδιοφωνικού σταθμού του Ντάλας KLIF
για το συγκρότημα, εξ’ αιτίας της καταγωγής του από το Λίβερπουλ. Αργότερα,
εργάστηκε στο σταθμό KOMA της
Οκλαχόμα μέχρι το 1965 και μετά μετακόμισε στο Σαν Μπερναντίνο της Καλιφόρνια,
όπου εργάστηκε στο σταθμό KMEN. Εκεί,
χρησιμοποιώντας το όνομα John Ravencroft, παρουσίαζε την πρωινή εκπομπή του
σταθμού.
«Δούλευα στο ραδιόφωνο
στην Αμερική από το 1961, στην αρχή στο Ντάλας του Τέξας. Μετά έπιασα δουλειά
στην Οκλαχόμα ως ειδικός στους Beatles, το ‘64/66. Μετά πήγα στην Καλιφόρνια
για ενάμιση χρόνο και τελικά επέστρεψα εδώ (στη Βρετανία) το 1967 και, στην
ουσία, ήμουν άνεργος. Δεν είχα τίποτα να με περιμένει στην πατρίδα μου. Ήταν
απλά τύχη, ήμουν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή, ή, όπως μπορούν να
ισχυριστούν κάποιοι λάτρεις της μουσικής, στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή».
Όταν ήταν στο Ντάλας, παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο,
Shirley Anne Milburn. Ο ίδιος αργότερα περιέγραψε το γάμο αυτό ως «κοινή
συμφωνία ειρήνης». Η Milburn του είχε κρύψει το γεγονός ότι ήταν 15 χρονών όταν
παντρεύτηκαν και ότι και οι δύο της γονείς είχαν πεθάνει. Το 1967, το ζευγάρι
μετακόμισε στη Βρετανία, αλλά ποτέ δεν ήταν ευτυχισμένοι και ήρθαν σε διάσταση.
Τελικά πήραν διαζύγιο το 1973 και αργότερα η Milburn αυτοκτόνησε.
Ο Peel επέστρεψε στην Αγγλία στις αρχές του 1967 και έπιασε
δουλειά στον πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό Wonderful
Radio London* (ο σταθμός εξέπεμπε από ένα καράβι, το οποίο ήταν
ακροβολισμένο στη θάλασσα). Αρχικά του ανατέθηκε το δίωρο από τα μεσάνυχτα έως
τις δύο, το οποίο σταδιακά μετατράπηκε στην εκπομπή The Perfumed Garden (κάποιοι νομίζουν ότι πήρε την ονομασία της από
ένα ερωτικό βιβλίο που ήταν πολύ δημοφιλές εκείνη την εποχή, αλλά ο Peel
ισχυρίζεται ότι δε το διάβασε ποτέ). Στο “Big
L” (όπως έλεγαν το σταθμό ενίοτε), ο John αποφάσισε να χρησιμοποιεί το
όνομα John Peel και άρχισε να καθιερώνεται ως μια ξεχωριστή ραδιοφωνική
προσωπικότητα.
Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του άλμπουμ "Sergeant Pepper" των Beatles και
την επερχόμενη άνθιση του κύματος “Flower Power”, η εκπομπή του Peel έκανε γνωστή τη κουλτούρα
των hippies του 1967 σε μια γενιά νεαρών ακροατών. Έπαιζε κλασσικά blues (Howlin' Wolf, Lightnin' Hopkins, Elmore
James) και folk (Dylan, the Incredible String Band, Donovan) και σταδιακά σύστησε στο κοινό
την πρωτοποριακή μουσική συγκροτημάτων από τη δυτική ακτή των Ηνωμένων
Πολιτειών, όπως οι Love, Doors, Mothers Of Invention, Country
Joe and the Fish και Jefferson
Airplane, καθώς επίσης και τους βρετανούς σύγχρονους τους όπως οι Pink Floyd και οι Cream. Είχε ιδιαίτερη προτίμηση στους Misunderstood (τους οποίους έπεισε να μετακομίσουν από την
Καλιφόρνια στο Λονδίνο), τους T-Rex
και Captain Beefheart (τους έκανε το
σοφέρ κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους το 1969).
Εξίσου σημαντικό στοιχείο με την μουσική ήταν και η
παρουσίαση του Peel. Ο τόνος του ήταν προσωπικός, πολλές φορές ομολογητικός,
και ο ακροατής ένιωθε ότι συμμετέχει στην εμπειρία. Πολλές φορές ευχόταν στο
ακροατήριο υγεία και ειρήνη, αλλά ακουγόταν ειλικρινής και εγκάρδιος και όχι
σαν να λέει τις συνηθισμένες εκφράσεις των hippies. Ανάμεσα στα τραγούδια,
μιλούσε για διάφορα ενδιαφέροντα θέματα, όπως τι του είχε συμβεί κατά τη
διάρκεια της παραμονής του στην ξηρά (όταν δεν ήταν στο σταθμό δηλαδή), το UFO
Club και το “Technicolor όνειρο των 24 ωρών”, ή τις συλλήψεις των Rolling Stones και του John "Hoppy" Hopkins, για ναρκωτικά. Όλα αυτά ήταν
πολύ διαφορετικά από τη μορφή του σταθμού τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας. Οι
ακροατές, ενθουσιασμένοι από τη μοναδική ατμόσφαιρα που είχε η εκπομπή του
Peel, του έστελναν γράμματα, ποιήματα, ακόμα και δίσκους από τις προσωπικές
τους συλλογές. Με αυτό το τρόπο, η εκπομπή έγινε ένα μέσο για αμφίδρομη
επικοινωνία. Μέχρι την τελευταία βδομάδα λειτουργίας του Radio London, ο Peel
δεχόταν πολύ περισσότερη αλληλογραφία από οποιονδήποτε άλλο παραγωγό του
σταθμού.
Αφού έκλεισε ο Radio London, η εκπομπή Perfumed Garden
συνέχισε ως μια στήλη που διατηρούσε ο Peel στην ανεξάρτητη εφημερίδα International Times, από το φθινόπωρο
του 1967 μέχρι τα μέσα του 1969. Μέσα από τα άρθρα του έδειξε ότι υποστήριζε τα
ιδανικά που προωθούσε η κοινότητα της ανεξάρτητης σκηνής (επονομαζόμενη "Underground"), αλλά όχι χωρίς
κριτική ματιά. Κάποιοι επιμελείς αναγνώστες έφτιαξαν μια λίστα αλληλογραφίας
που διευκόλυνε την επικοινωνία μεταξύ τους και έθεσε τις προϋποθέσεις για τη
δημιουργία μικρών project τέχνης, διαδεδομένων εκείνη την εποχή, όπως το
περιοδικό ποίησης "Sol".
Αργότερα, όταν εργαζόταν στο BBC, προώθησε καλλιτέχνες όπως
ο Ron Geesin και ο John Fahey, και έπαιξε για πρώτη φορά
στο αέρα μουσική νέων βρετανών συγκροτημάτων όπως οι Family, Fairport Convention,
Groundhogs και Led Zeppelin. Οι εκπομπές του είχαν μεγάλη επιρροή στο στυλ πολλών
μετέπειτα ρευμάτων της Ροκ μουσικής. Παρ’ όλο που απομακρύνθηκε σταδιακά από τα
ιδανικά των hippies κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, το προσωπικό στυλ
των εκπομπών του, που ανέπτυξε στη περίοδο του Perfumed Garden, παρέμεινε και
μελλοντικά κέρδισε πολλές γενιές ακροατών.
Ο σταθμός Wonderful Radio London έκλεισε στις 14 Αυγούστου
1967, στις 3μμ, λίγο πριν μπει σε εφαρμογή ο νόμος "Marine Broadcasting Offences Act", ο οποίος απαγόρευε την
εργασία βρετανών υπηκόων ως διαφημιστές, δημοσιογράφοι και ραδιοφωνικοί
παραγωγοί σε σταθμούς εκτός συνόρων.
Όταν έκλεισε ο Wonderful Radio London, ο Peel προσλήφθηκε
στο νέο σταθμό του BBC, το BBC Radio 1,
o οποίος άρχισε να εκπέμπει ένα μήνα αργότερα. Δεν εξέπεμπε όλη την ημέρα αλλά
λειτουργούσε μόνο όσο το BBC Radio 2 έπαιζε ελαφριά μουσική ή είχε δημοσιογραφικές
εκπομπές. Ένα μέρος της επιτυχίας των πειρατικών σταθμών ήταν το γεγονός ότι
έπαιζαν συνεχώς μουσική. Αντίθετα, το BBC περιοριζόταν από την Βρετανικό
Συνδικάτο Μουσικών (UK Musician’s Union) και ένα κανόνα των δισκογραφικών
εταιρειών, που ονομαζόταν «χρόνος βελόνας» (needle time)**. Στο The
Perfumed Garden, o Peel ήταν ελεύθερος ξεκινήσει την εκπομπή και να έχει πλήρη
έλεγχο στο περιεχόμενο της, αλλά στο BBC ήταν υποχρεωμένος να κάνει την
εισαγωγή μιας εκπομπής του Bernie Andrews η οποία λεγόταν Top Gear. Σύμφωνα με
τον Peel:
«Ήμουν από τους
πρώτους που προσέλαβαν στο Radio 1, και πιστεύω ότι αυτό έγινε γιατί οι
υπεύθυνοι του Radio 1 δεν ήξεραν και πολλά για το τι έπρεπε να κάνουν και έτσι
αναγκάστηκαν να πάρουν ανθρώπους από τα πειρατικούς σταθμούς στα πλοία…»
Αρχικά ήταν υποχρεωμένος να μοιραστεί την παρουσίαση των
εκπομπών με άλλους DJ’s (ανάμεσα τους και οι Pete Drummond και Tommy Vance)
αλλά το Φεβρουάριο του 1968 πήρε τον πλήρη έλεγχο της εκπομπής "Top
Gear", τον οποίο και κράτησε μέχρι την κατάργηση της, το 1975. Από εκεί
και πέρα, όλες οι επόμενες εκπομπές του ονομαζόντουσαν απλά "The John Peel Show" και είχαν την
ίδια περίπου μορφή.
Από την αρχή, ο Peel έδειξε το εκλεκτικό του γούστο για τη
νέα και ενδιαφέρουσα μουσική. Θεωρείται κυρίως υπεύθυνος για τη γνωριμία των
ακροατών του BBC με το Punk,
τη Reggae και το
Hip-Hop. To 1973, έπαιξε στον αέρα και τις δύο πλευρές του δίσκου Tubular
Bells του Mike Oldfield, και
βοήθησε να εγκαθιδρυθεί η δισκογραφική εταιρεία Virgin του Richard Branson. Ήταν ο πρώτος βρετανός DJ που έπαιξε το
ίδιο τραγούδι δύο φορές στη σειρά (το "Teenage Kicks" από
τους The Undertones το 1978). Υπήρξε
μεγάλος υποστηρικτής του συγκροτήματος από το Μάντσεστερ The Fall, οι οποίοι έπαιξαν συνολικά 24 φορές ζωντανά στην εκπομπή
του, συμπεριλαμβανομένων και των 60ών γενεθλίων του. Κάποτε, του άρεσε τόσο
πολύ ένα άλμπουμ του γκρουπ Cocteau
Twins που άφησε να παίξει μια ολόκληρη πλευρά του δίσκου, χωρίς διακοπή! Τα
προχωρημένα, για την εποχή, γούστα του στη μουσική τον έφεραν σε αντιπαράθεση
με άλλους, πιο συντηρητικούς, παραγωγούς του BBC, όπως ο Tony Blackburn και ο
Simon Bates. Παρέμεινε ένας από τους μεγαλύτερους παράγοντες στην ανεξάρτητη
μουσική σκηνή, τόσο στη Βρετανία, όσο και στην Ευρώπη γενικότερα, μέχρι το
θάνατο του.
Θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι ο Peel θα νοσταλγούσε τα
τέλη της δεκαετίας του 1960, αφού τότε δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος της
φήμης του. Όμως ισχύει το αντίθετο, καθώς δήλωνε ότι ένιωθε άβολα με τον τρόπο
που τον αντιλαμβάνονταν οι hippies (“ένας μικρός πρίγκιπας”) και δεν δεχόταν το
χαρακτηρισμό του “guru” που του είχαν αποδώσει στο ζενίθ της δημοτικότητας του.
Ήταν πολύ εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τους
περισσότερους ακροατές του, ή ότι οι τελευταίοι δεν γνώριζαν πολλά για τις
δυσκολίες του πρώτου του γάμου. Παρ’ όλα αυτά, είχε πραγματικά μεγάλη πίστη στα
ιδανικά του ρεύματος των hippies, και απογοητεύτηκε βαθύτατα όταν κάποιοι από
τους ηγέτες της ανεξάρτητης σκηνής αποδείχτηκαν καριερίστες, οπορτουνιστές και
τσαρλατάνοι και σχολίαζε καυστικά αυτή τους την μεταστροφή.
Η προσωπική του ζωή σταθεροποιήθηκε, μετά το χωρισμό του από
την πρώτη του σύζυγο, και βρήκε αγάπη και φιλία στην Sheila Gilhooly, στην οποία αναφερόταν, στον αέρα, ως «το γουρούνι» (λόγω του γέλιου της). Τελικά
την παντρεύτηκε στις 31 Αυγούστου 1974. Η δεξίωση έγινε στο Regent’s Park του
Λονδίνου και κουμπάρος ήταν ο John Walters, παραγωγός του Radio 1. O Peel
φορούσε την κόκκινη στολή της ποδοσφαιρικής ομάδας Liverpool και αντί για το
παραδοσιακό τραγούδι γάμου, ακουγόταν ο ύμνος της, το τραγούδι "You'll Never Walk Alone". Αντί για
παρανυφάκια χρησιμοποίησαν τον Woggle, το τσοπανόσκυλο τους! Η σχέση του με την
Sheila ήταν ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα της ζωής του. Πολλές φορές η
εκπομπή του αναμεταδιδόταν από το σπίτι του στο Suffolk, το οποίο είχε ονομάσει
"Peel Acres". Αυτές οι εκπομπές είχαν ένα σπιτικό αέρα, και συχνά
καλούσε τη συμμετοχή ή απλά αναφερόταν στη σύζυγό του και τα παιδιά του, τους
William, Tom, Alexandra (Danda) και Florence (Flossie).
Ο Peel έπαιξε πρώτος στον αέρα το τραγούδι "God Save the Queen", των Sex Pistols, το Δεκέμβριο του 1976.
Είχε ήδη παίξει το "Anarchy in the
UK", το οποίο ήταν απαγορευμένο από την ημερήσια λίστα τραγουδιών του
BBC, ένα μήνα πριν. Το 1976 έπαιξε, για πρώτη φορά στην Βρετανία, το άλμπουμ
του Bob Dylan «Desire», αν και ο σταθμός Capital Radio είχε εξασφαλίσει την
έγκριση του CBS για να το παίξει πρώτος. Αφού ο Peel απέκτησε ένα αντίγραφο, έπαιξε
πρώτα όλη την πρώτη πλευρά και, μέχρι να αλλάξει πλευρά, έπαιξε ένα τραγούδι
reggae. Το 2003, αγνοώντας για μια ακόμα φορά τους κανόνες των δισκογραφικών
εταιρειών, έπαιξε τρία κομμάτια από το δίσκο των The White Stripes «Elephant»,
πριν την επίσημη ημέρα κυκλοφορίας του, με αποτέλεσμα οι δικηγόροι της εταιρίας
V2 να τον απειλούν με μηνύσεις.
** Χρόνος εκπομπής
(needle time)
Ένα από τα πιο φημισμένα συστατικά των εκπομπών του Peel,
ήταν τα λεγόμενα “Peel Sessions”
(ηχογραφήσεις του Peel), τα οποία ήταν ένας περιορισμός που ο Peel κατάφερε να
μετατρέψει σε ευκαιρία. Το BCC δεν είχε την άδεια να παίξει περισσότερο από ένα
συγκεκριμένο αριθμό δίσκων («χρόνος βελόνας»), οπότε ήταν υποχρεωμένο να
πληρώνει συγκροτήματα και ορχήστρες για να παράγουν διασκευές τραγουδιών που
ήδη περιέχονταν σε άλμπουμ. Αυτό οφειλόταν στους περιορισμούς που είχαν
επιβάλει το Βρετανικό Συνδικάτο Μουσικών και η εταιρεία Phonographic Performances Limited, η οποία εκπροσωπούσε τις δισκογραφικές
εταιρείες που ανήκαν στο καρτέλ της EMI.
Το σκεπτικό πίσω από αυτές τις πρακτικές ήταν ότι οι μουσικοί θα έβρισκαν πιο
εύκολα δουλειά και οι ακροατές θα είχαν ένα λόγο παραπάνω να αγοράσουν τους
δίσκους, αντί να ακούν τη μουσική δωρεάν από το ραδιόφωνο.
Οι δισκογραφικές εταιρείας αποκαλούσαν «πειρατικούς» τους ραδιοφωνικούς σταθμούς που είχαν έδρα πλοία στα
διεθνή ύδατα, γιατί λειτουργούσαν εκτός Βρετανικής νομικής ισχύος, οπότε δεν
χρειαζόταν να υπακούν σε αυτούς τους περιορισμούς. Παρ’ όλα αυτά, ο Don Pierson, δημιουργός του Wonderful Radio London*, δήλωσε σε μια
συνέντευξη του ότι η EMI έστελνε αντιπροσώπους να παραδώσουν τους τελευταίους
δίσκους στα κεντρικά του σταθμού στο Λονδίνο, ενώ την ίδια στιγμή καταδίκαζε
τους πειρατικούς σταθμούς στον Τύπο. Στην ίδια συνέντευξη αποκαλύπτει ότι
τελικά προειδοποίησε την EMI να σταματήσει αυτή την υποκρισία, αλλιώς θα αποκάλυπτε
τις δραστηριότητες τους.
Το BBC είχε δικά του γκρουπ και ορχήστρες, αλλά
χρησιμοποιούσε και τρίτους για να ηχογραφήσει μουσική που θα χρησιμοποιούσε
στις εκπομπές των σταθμών του. Έτσι, ο Peel είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με
session μουσικούς για τις δικές του εκπομπές. Συνήθως, με αυτή τη διαδικασία,
ηχογραφούσαν περίπου τέσσερα τραγούδια και έκαναν τη μίξη τους, κάθε μέρα. Το
ηχητικό αποτέλεσμα ήταν κάτι ανάμεσα σε μια ζωντανή εκτέλεση και μια κανονική
ηχογράφηση για άλμπουμ. Πολλές από αυτές τις ηχογραφήσεις έχουν κυκλοφορήσει σε
κανονικά άλμπουμ, κυρίως από την εταιρεία Strange
Fruit.
Κάθε χρόνο, ο Peel συνήθιζε να παίζει το Festive Fifty, μια λίστα πενήντα
τραγουδιών που είχαν ψηφίσει οι ακροατές. Σε αντίθεση με το συνήθως εκλεκτικό
περιεχόμενο των εκπομπών του, η λίστα πολλές φορές περιείχε τραγούδια που δεν
του άρεσαν («λευκά αγοράκια με κιθάρες»,
σύμφωνα με τον ίδιο). Αυτό, πολλές φορές τον ενοχλούσε, και το 1991 έφτασε στο
σημείο να αποφασίσει να μην παίξει τη λίστα. Χρόνια αργότερα, έπαιξε τη λίστα
αλλά με ρυθμό ενός τραγουδιού ανά εκπομπή, με πρώτο στη λίστα το "Smells Like Teen Spirit" των Nirvana. Το 1997 η λίστα περιείχε μόνο
τριάντα ένα τραγούδια.
Η εκπομπή του Peel ήταν το μοναδικό μέρος στο Radio 1 που οι
ακροατές μπορούσαν να ακούσουν happy
hardcore, στο οποίο τον είχαν μυήσει τα παιδιά του. Υπάρχει μάλιστα και ένα
τραγούδι του CLSM, που λέγεται
"John Peel is Not Enough",
όπου ο καλλιτέχνης δηλώνει την επιθυμία του για μεγαλύτερη αναγνώριση από το
κοινό. Ο Peel εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που το έπαιξε αρκετές φορές και αφιέρωσε
μια ολόκληρη εκπομπή του στο είδος, ελπίζοντας να δημιουργηθεί μια ξεχωριστή
εκπομπή ειδικά για αυτό. Επίσης, προώθησε πολλά διαφορετικά μουσικά είδη, από
τη reggae έως το death metal.
Πολλά συγκροτήματα και καλλιτέχνες από πολλά και διαφορετικά
μουσικά είδη και δεκαετίες, χρωστούν στον Peel το ξεκίνημα της καριέρας τους.
Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται οι T-Rex, David Bowie, The Faces, Bolt Thrower, Sex Pistols, The Slits, Siouxsie and the Banshees, Pink Floyd, The Clash, Napalm Death,
The Undertones, Buzzcocks, The Cure, Joy Division, Six By Seven, Def Leppard,
Pulp, Ash, Orbital, The Smiths, FSK και The White Stripes. Ήταν
τόσο φημισμένος ότι μπορεί να βγάλει καλλιτέχνες από την αφάνεια και να τους
εξασφαλίσει συμβόλαιο, που το 1983, ο Billy
Bragg άκουσε στο ραδιόφωνο τον Peel να λέει ότι πεινάει και του έφερε ένα
μανιτάρι biryani και ένα αντίτυπο του δίσκου του. Ο Peel έπαιξε το δίσκο του
και στην ουσία ξεκίνησε την καριέρα του.
Ο Peel παρέμεινε στο Radio 1 για 37 χρόνια, μέχρι το θάνατο
του το 2004. Σε αυτή τη περίοδο, περισσότεροι από 2000 μουσικοί έκαναν
τουλάχιστον 4000 session ηχογραφήσεις για την εκπομπή του. Το τελευταίο
τραγούδι που ηχογραφήθηκε με αυτόν τον τρόπο, για την τελευταία του εκπομπή, ήταν
το "Time 4 Change" από το
άλμπουμ No One's Listening Anymore.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Peel φάνηκε να ηρεμεί
λίγο. Από το 1995 μέχρι το 1997, παρουσίαζε μια εκπομπή για παιδιά που λεγόταν Offspring στο Radio 4. Το 1998, το
Offspring μετατράπηκε σε εκπομπή-ντοκιμαντέρ με τίτλο Home Truths, που είχε ως θέμα την καθημερινή ζωή βρετανικών
οικογενειών. Όταν ξεκίνησε την εκπομπή, ζήτησε να μην έχει ποτέ διάσημους
καλεσμένους, γιατί θεωρούσε ότι οι πραγματικές ιστορίες ήταν πολύ πιο
ψυχαγωγικές. Επίσης, συμμετείχε και στην κωμική εκπομπή του BBC Two Grumpy Old Men, η οποία είχε ως
θέμα τον εκνευρισμό που προκαλεί η καθημερινότητα.
Ο Peel δούλεψε επίσης και σαν αφηγητής τηλεοπτικών
ντοκιμαντέρ, για παράδειγμα στο A Life
of Grime του BBC One, και χρησιμοποίησε τη φωνή του για διαφημίσεις, αλλά
αρνήθηκε να διαφημίσει προϊόντα που δεν χρησιμοποιούσε ο ίδιος.
Ο Peel ψηφίστηκε 11 φορές DJ της χρονιάς, από το περιοδικό Melody Maker. Πήρε το βραβείο του Καλύτερου Παρουσιαστή του 1993 από την εταιρεία Sony, το Godlike Genius Award από το περιοδικό NME το 1994, το Χρυσό Βραβείο της Sonyτο 2002 και είναι μέλος του Radio Academy Hall of Fame. Στα βραβεία
του NME το 2005 (μετά το θάνατο του) πήρε το βραβείο του Ήρωα της Χρονιάς. Επίσης του έδωσαν και ένα ειδικό βραβείο για την
προσφορά του στη μουσική ("Lifelong
Service To Music"). Στην ίδια τελετή, θεσπίστηκε το βραβείο John Peel
για πρωτοποριακούς καλλιτέχνες, το οποίο κέρδισε το συγκρότημα The Others.
Πήρε πολλούς τιμητικούς τίτλους, όπως πιστοποιητικό MA από το
Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αγγλίας, Διδακτορικά (Anglia Polytechnic University και
Sheffield Hallam University), διάφορες εύφημες μνείες (University of Liverpool,
Open University, University of Portsmouth, University of Bradford) και έδρα
διδασκαλίας στο Liverpool John Moores University.
Το 1998 πήρε τον τίτλο OBE
(Order Of The British Empire),
για τις υπηρεσίες του για τη Βρετανική μουσική. Το 2002, το BBC έκανε μια
ψηφοφορία για την ανάδειξή των 100 σημαντικότερων Βρετανών όλων των εποχών. O
Peel πήρε την 43η θέση, το οποίο ήταν πολύ σημαντικό επίτευγμα για ένα
ραδιοφωνικό παραγωγό.
To 2001 διαγνώστηκε ότι πάσχει από διαβήτη. Δύο εβδομάδες
πριν το θάνατο του, εκμυστηρεύτηκε στον φίλο και συνάδελφο του Andy Kershaw ότι
η αλλαγή της ώρας έναρξης της εκπομπής από τις 10πμ στις 11πμ, το καλοκαίρι του
2004, τον στενοχώρησε γιατί ένιωθε ότι ήταν στο περιθώριο και ότι δεν
εκτιμούσαν τη δουλειά του.
Ο Peel πέθανε στην ηλικία των 65 χρονών από καρδιακή
προσβολή στις 25 Οκτωβρίου του 2004, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην πόλη
Cuzco των Ίνκα, στο Περού. Λίγο μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, άρχισαν να
καταφθάνουν συλλυπητήρια μηνύματα από θαυμαστές του, διάσημους και μη. Ανάμεσα
στους πρώτους που υπέβαλαν τα σέβη τους ήταν διάσημα βρετανικά συγκροτήματα
όπως οι Blur, οι Oasis και οι New Order, καθώς και ο πρωθυπουργός Τόνι Μπλαιρ.
Στις 26 Οκτωβρίου του 2004, το Radio 1 άδειασε το πρόγραμμα
του για να εκπέμψει μια μέρα φόρο τιμής στον Peel, ενώ το BBC Three πρόσθεσε τη
φράση «αφιερωμένο στον John Peel»,
κάτω την επιγραφή του σταθμού, στην τηλεοπτική οθόνη. Στο φεστιβάλ του
Glastonbury, η σκηνή που φιλοξενούσε τα νέα συγκροτήματα άλλαξε όνομα από 'The
New Tent' σε 'The John Peel Stage'.
Κάποτε είχε πει ότι αν πέθαινε πριν από τον παραγωγό της
εκπομπής του John Walters, θα ήθελε από αυτόν να παίξει το τραγούδι του Roy Harper "When an Old Cricketer Leaves the Crease." Αν ο Walters πέθαινε
πριν από τον Peel (όπως και έγινε, πέθανε 2001), τότε έπρεπε ο Andy Kershaw να
ολοκληρώσει την εκπομπή για τη μνήμη του Peel με αυτό το τραγούδι. Μια άλλη
φορά, ο Peel είχε δηλώσει ότι θέλει να τον θυμούνται με ένα τραγούδι γκόσπελ.
Η κηδεία του έγινε στις 12 Νοεμβρίου του 2004, στο Bury St
Edmunds του Suffolk, και παρευρέθηκαν περισσότερα από χίλια άτομα, ανάμεσα τους
πολλοί από τους καλλιτέχνες που είχε προωθήσει μέσα από τις εκπομπές του. Ο
αδερφός του, Alan Ravenscroft, και ο DJ Paul Gambaccini είπαν λίγα λόγια και η
κηδεία τελείωσε με τον ίδιο τον Peel να μιλάει για τη ζωή του μέσα από
αποσπάσματα από εκπομπές του. Το φέρετρο του μεταφέρθηκε υπό τον ήχο του
αγαπημένου του τραγουδιού, το "Teenage Kicks" από τους The
Undertones. Το 2001, ο Peel είχε πει σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Guardian
ότι εκτός από το όνομα του, το μόνο πράγμα που ήθελε να αναγράφει η ταφόπλακα
του, ήταν ο στίχος "Teenage dreams,
so hard to beat," από τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού.
John Peel Day
Στις 13 Οκτωβρίου του 2005 έγινε η πρώτη “Ημέρα John Peel”,
κυρίως στη Βρετανία, αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου, όπως στο Καναδά και τη
Νέα Ζηλανδία. Το BBC παρότρυνε πολλά συγκροτήματα και καλλιτέχνες να κάνουν
ζωντανές εμφανίσεις. Εκείνη την ημέρα έγιναν περισσότερες από 500 παραστάσεις
από αγαπημένα συγκροτήματα του Peel όπως οι New Order (ο Feargal Sharkey των
The Undertones έκανε την παρουσίαση τους) και οι The Fall, καθώς και πολλά
άγνωστα γκρουπ χωρίς συμβόλαια με εταιρεία διανομής.
Η ημέρα είχε ανακοινωθεί από τον Αύγουστο, και ο Andy
Parfitt, επικεφαλής του BBC Radio 1 είχε πει: "Η ημέρα John Peel έχει
σκοπό να γιορτάσουμε την προσφορά του John και το πάθος του για τη
μουσική."
Το BBC σκοπεύει να κάνει την Ημέρα John Peel ένα ετήσιο
γεγονός, αλλά έχει δεχτεί κριτική από ανθρώπους που πιστεύουν ότι η κάλυψη από
τον Τύπο είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το πόσο δημοφιλής ήταν η εκπομπή
του όσο ζούσε. Επίσης, έγιναν αρνητικά σχόλια για τον τρόπο οργάνωσης της
ημέρας και για το φιλανθρωπικό δίσκο που κυκλοφόρησε, γιατί έδινε μεγάλο βάρος
σε ήδη γνωστούς καλλιτέχνες, αντί για νέους και άγνωστους μουσικούς, όπως
συνήθιζε να κάνει ο ίδιος ο Peel.
Στις 17 Οκτωβρίου 2005 κυκλοφόρησε ένα διπλό CD φόρος τιμής
στον Peel.
* Δες οπωσδήποτε
το φιλμ «The Boat That Rocked» που έμμεσα αναφέρεται στο
Wonderful Radio London, αλλά κυρίως αφορά την κατάσταση των πειρατικών
ραδιοφωνικών σταθμών του ’60 που είχαν έδρα πλοία στην θάλασσα, καθώς και την
μαγεία γενικότερα του ραδιοφώνου που γίνεται από ανθρώπους που το πιστεύουν και
το αγαπούν…
Πηγή: wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου